Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το ινστιτούτο

  • 1 ινστιτούτο(ν)

    το институт

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ινστιτούτο(ν)

  • 2 ινστιτούτο(ν)

    το институт

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ινστιτούτο(ν)

  • 3 ινστιτούτο

    enstitü, kurum

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > ινστιτούτο

  • 4 институт

    Русско-греческий словарь > институт

  • 5 институт

    1. (учебное заведение, научное учреждение) η ανωτάτη σχολή, το ανώτατο ίδρυμα
    το Ινστιτούτο
    2.(социальный) о θεσμός

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > институт

  • 6 институт

    институ́||т
    м
    1. (высшее учебное или научное заведение) ἡ 'Ανωτάτη σχολή, τό Ίνστιτοῦτο[ν]:
    научно-исследовательский \институт τό Ίνστιτοῦτο ἐπιστημονικών ἐρευνών
    2. (общественное установление) ὁ θεσμός, τό θέσπισμα

    Русско-новогреческий словарь > институт

  • 7 научно-исследовательский

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > научно-исследовательский

  • 8 научно-исследовательский

    научно-исследовательский των επιστημονικών ερευνών \научно-исследовательский
    * * *

    нау́чно-иссле́довательский институ́т — το Ινστιτούτο επιστημονικών ερευνών

    Русско-греческий словарь > научно-исследовательский

  • 9 зачислить

    зачислить
    сов, зачислять несов
    1. (в счет платы и т. п.) περνάω (или βάζω) στό λογαριασμό, καταλογίζω·
    2. (вносить в список) καταχωρώ, ἐγγράφω / κατατάσσω (в армию):
    \зачислить в институ́т ἐγγράφω στό Ινστιτούτο· \зачислить в штат προσλαμβάνω στό προσωπικό.

    Русско-новогреческий словарь > зачислить

  • 10 идти

    идти
    несов
    1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):
    \идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·
    2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:
    поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·
    3. (приближаться):
    поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·
    4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):
    эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·
    5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:
    пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·
    6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:
    идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·
    7. (о времени) περνώ:
    дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών
    8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:
    иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·
    9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:
    \идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·
    10. (находить сбыт) πουλιέμαι:
    товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·
    11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:
    как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·
    12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:
    на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·
    13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):
    шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·
    14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:
    сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·
    15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:
    вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει!

    Русско-новогреческий словарь > идти

  • 11 исследовательский

    исследова||тельский
    прил ἐρευνητικός, τῶν ἐρευνών:
    \исследовательскийтельская работа ἡ ἐρευνητική ἐργασία· \исследовательскийтельский институт τό 'Ινστιτούτο ἐπιστημονικών ἐρευνῶν.

    Русско-новогреческий словарь > исследовательский

  • 12 научно-исследовательский

    нау́чно-исследовательск||ий
    прил τῶν ἐπιστημονικών ἐρευνών:
    \научно-исследовательский институ́т τό Ίνστιτοῦτο ἐπιστημονικών ἐρευνών \научно-исследовательскийая работа ἡ ἐπιστημονική ἐρευνα

    Русско-новогреческий словарь > научно-исследовательский

  • 13 педагогический

    педагог||и́ческий
    прил παιδαγωγικός:
    \педагогическийи́ческий техникум τό διδασκαλεῖο[ν]· \педагогическийи́ческий институт τό παιδαγωγικό Ινστιτοῦτο, ἡ ἀνωτάτη παιδαγωγική σχολή.

    Русско-новогреческий словарь > педагогический

  • 14 έρευνα

    η
    1) поиск, розыск; отыскивание, разыскивание; 2) исследование, изыскание, поиск;

    Ίνστιτουτο επιστημονικών έρευνών — научно-исследовательский институт;

    επιστημονική έρευνα — научное исследование;

    γεωλογικές έρευνες — геологическая разведка;

    3) расследование, дознание;

    επιτόπιος έρευνα — расследование на месте;

    4) обыск;

    σωματική έρευνα — личный обыск;

    κατ' οίκον έρευνα — домашний обыск;

    κάνω έρευνα — обыскивать;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έρευνα

  • 15 institute

    ['institju:t] 1. noun
    (a society or organization, or the building it uses: There is a lecture at the Philosophical Institute tonight.) ίδρυμα,ινστιτούτο
    2. verb
    (to start or establish: When was the Red Cross instituted?) αρχίζω/ιδρύω
    - institutional

    English-Greek dictionary > institute

  • 16 вылететь

    -лечу, -летишь ρ.σ.
    1. πετώ έξω•

    птица -ла из гнезда το πουλί πέταξε από τη φωλιά.

    || φεύγω πετώντας, αφίπταμαι. || πετάγομαι, πετιέμαι•

    пробка -ла с выстрелом το βούλωμα εκπυρσοκρότησε.

    || βγαίνω έξω γρήγορα•

    в испуге он -ел из кабинета καταφοβισμένος πετάχτηκε έξω από το γραφείο•

    машина опрокинулась и я -ел вон το αυτοκίνητο ανατράπηκε κι εγω πετάχτηκα έξω.

    2. εμφανίζομαι ξαφνικά, βγαίνω με ταχύτητα.
    3. μτφ. απολύομαι, διώχνομαι, πετιέμαι•

    вылететь из института διώχνομαι από το ινστιτούτο•

    вылететь из службы απολύομαι από την υπηρεσία;

    εκφρ.
    вылететь из головы, из памяти – ξεχνώ, δε θυμάμαι, μου διαφεύγει•
    вылететь в трубу – χρεοκοπώ, φαλίρω•
    вылететь пулей, стрелой – βγαίνω σαν σφαίρα, σαν βέλος, με αστραπιαία ταχύτητα.

    Большой русско-греческий словарь > вылететь

  • 17 заочный

    επ.
    πού γίνεται, εν απουσία•

    -ая любовь αγάπη από μακριά (εξ αποστάσεως).

    || γινόμενος χωρίς παρακολούθηση μαθημάτων, με σπιτική μελέτη•, учиться в -ом1’ институте σπουδάζω στο ινστιτούτο με σπιτική μελέτη.

    Большой русско-греческий словарь > заочный

  • 18 зачислить

    ρ.σ.μ. συμπεριλαβαίνω στον αριθμό, εγγράφω, καταχωρώ (στο μητρώο, κατάλογο κλπ.)• παίρνω•

    зачислить в институт εγγράφω στο ινστιτούτο•

    зачислить в армию κατατάσσω στο στρατό•

    зачислить на работу παίρνω στη δουλειά (εγγράφω ως εργάτη)•

    зачислить на службу προσλαμβάνω στην υπηρεσία•

    зачислить в штат εγγράφω στο προσωπικό.

    εγγράφομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    είμαι καταχωρημένος•είμαι γραμμένος.

    Большой русско-греческий словарь > зачислить

  • 19 институт

    α.
    1. ινστιτούτο.
    2. παλ. προνομιακό εκπαιδ. μεσαίο ίδρυμα θηλέων, οικοτροφείο θηλέων.

    Большой русско-греческий словарь > институт

  • 20 исследовательский

    επ.
    της έρευνας, ερευνητικός•

    -ая работа ερευνητική εργασία•

    институт ινστιτούτο ερευνών.

    Большой русско-греческий словарь > исследовательский

См. также в других словарях:

  • ινστιτούτο — το (λ. λατ.) 1. ίδρυμα επιστημονικό ή εκπαιδευτικό ή τεχνικό: Ινστιτούτα ξένων γλωσσών. – Αντικαρκινικό ινστιτούτο. 2. «ινστιτούτο καλλονής», ειδικό κατάστημα που φροντίζει για την ομορφιά της γυναίκας. 3. στον πληθ., Ινστιτούτα εισηγήσεις νόμων… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ινστιτούτο — το 1. επιστημονικό, εκπαιδευτικό ή τεχνικό ίδρυμα ή οργανισμός 2. το κτήριο στο οποίο στεγάζονται αυτά τα ιδρύματα ή οι οργανισμοί 3. στον πληθ. (στη Ρώμη και στο Βυζάντιο) σύνοψη νομικών αρχών και αποφάσεων, εισηγήσεις νόμων 4. φρ. «ινστιτούτο… …   Dictionary of Greek

  • Ινστιτούτο Καταναλωτών — Βλ. λ. ΙΝΚΑ (Ινστιτούτο Καταναλωτών) …   Dictionary of Greek

  • Ινστιτούτο Αιγύπτου — Επιστημονικό ίδρυμα, που συστάθηκε στην Αίγυπτο από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, με τα 36 μέλη της Επιτροπής Επιστημών και Τεχνών, που έφερε μαζί του το 1798. Το Ι.Α. συγκέντρωσε πολύτιμο υλικό, που δημοσιεύτηκε στα Υπομνήματα γιατην Αίγυπτο (Παρίσι …   Dictionary of Greek

  • Ινστιτούτο Βενετίας — Επιστημονικό ελληνικό ίδρυμα για την προώθηση των βυζαντινών και των μεταβυζαντινών σπουδών, με έδρα τη Βενετία. Ιδρύθηκε με τον νόμο 1766/1951, μετά την υπογραφή της ελληνοϊταλικής συμφωνίας της 21ης Σεπτεμβρίου 1948. Η επιστημονική εποπτεία του …   Dictionary of Greek

  • Ινστιτούτο της Γαλλίας — Ονομασία με την οποία ανασυστάθηκαν οι γαλλικές ακαδημίες, οι οποίες καταργήθηκαν το 1793. Τη διάρθρωσή του καθόρισε ένας νόμος της 3ης Μπριμέρ του έτους 1v (25 Οκτωβρίου 1795). To Ι. τηςΓ. αριθμούσε 312 μέλη, που κατανέμονταν σε τρεις τομείς:… …   Dictionary of Greek

  • Υδροβιολογικό Ινστιτούτο — Ίδρυμα του υπουργείου Παιδείας που λειτουργεί με την εποπτεία της Ακαδημίας της Αθήνας. Ιδρύθηκε το 1945, μελετά τις υδροβιολογικές συνθήκες των ελληνικών υδάτινων περιοχών και προσπαθεί να ανακαλύψει νέες αλιευτικές περιοχές. Μελετά επίσης… …   Dictionary of Greek

  • Γεωδυναμικό ή Σεισμολογικό Ινστιτούτο Αστεροσκοπείου Αθηνών — Επιστημονικό ινστιτούτο το οποίο ιδρύθηκε το 1893 με την ονομασία Σεισμολογική Υπηρεσία. Απέκτησε τον πρώτο του σεισμογράφο το 1898 και τον αντικατέστησε με ένα αξιόπιστο οριζόντιο σεισμόμετρο δύο συνιστωσών μόλις το 1910. Δεύτερο οριζόντιο… …   Dictionary of Greek

  • Μασαχουσέτης, Τεχνολογικό Ινστιτούτο — (ΜΙΤ). Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, το οποίο εδράζεται στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης. Είναι φημισμένο για την επιστημονική και τεχνολογική εκπαίδευση και έρευνα που παρέχει. Ιδρύθηκε το 1861 από τον γεωλόγο Γουίλιαμ Μπάρτον Ρότζερ, ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • Αγρονομικό Ινστιτούτο — Επιστημονικό ίδρυμα που ασχολείται με τα γεωργικά προβλήματα. Το ίδρυμα διαθέτει ειδικευμένο προσωπικό για τα ζητήματα της γεωργίας και γενικά της γεωπονικής επιστήμης. Το προσωπικό ρυθμίζει το σύστημα καλλιέργειας που πρέπει να εφαρμοστεί σε μια …   Dictionary of Greek

  • Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών — Ιδρύθηκε το 1907, με έδρα την Αθήνα, ως σχολείο για τη διάδοση της γαλλικής γλώσσας στην Ελλάδα. Για τον σκοπό αυτό συντηρεί παραρτήματα σε όλες τις μεγάλες ελληνικές πόλεις. Το Γ.Ι. εκδίδει το Ελληνικό Βιβλιογραφικό Δελτίο και διάφορα βιβλία στη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»